- φαυλεπίφαυλος
- ος , ον совершенно испорченный, развращённый; подлый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαυλεπίφαυλος — bad upon bad masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαυλεπίφαυλος — η, ο / φαυλεπίφαυλος, η, ον, ΝΜΑ ο υπερβολικά φαύλος, αχρειότατος, πανάθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + ἐπί + φαῦλος] … Dictionary of Greek
φαυλεπίφαυλος — η, ο ο υπερβολικά φαύλος (βλ. λ.), φαυλότατος, αχρειότατος, πανάθλιος: Όλοι τον αποφεύγουν· είναι φαυλεπίφαυλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαυλεπιφαυλοτέρους — φαυλεπίφαυλος bad upon bad masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαυλεπιφαυλότατοι — φαυλεπίφαυλος bad upon bad masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαυλεπιφαυλότεροι — φαυλεπίφαυλος bad upon bad masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαυλεπιφαύλοις — φαυλεπίφαυλος bad upon bad masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάθλιος — α, ο (Α πανάθλιος, ία, ον) ολωσδιόλου άθλιος, τρισάθλιος, αθλιέστατος, δυστυχέστατος, πάρα πολύ αξιολύπητος νεοελλ. πολύ κακός, κακοηθέστατος, φαυλεπίφαυλος. επίρρ... παναθλίως (Α) με μεγάλη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθλιος] … Dictionary of Greek
υποστάθμη — η / ὑποστάθμη, ΝΑ τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα τού δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. ίζημα ή κατακάθι νεοελλ. 1. φυσ. χημ. η υποστιβάδα 2. φρ. «άνθρωπος τής κατώτερης [ή τής τελευταίας] υποστάθμης»… … Dictionary of Greek